- υδροσταθερός
- -ή, -ό, Νφρ. «υδροσταθερό φυτό»βοτ. φυτικό είδος που είναι ικανό να διατηρήσει ευνοϊκή γι' αυτό περιεκτικότητα νερού στο φυτικό σώμα του σε όλη τη διάρκεια τής ημέρας, ενώ η υδατική ισορροπία του παραμένει κοντά στο μηδέν.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hydrostable < hydro- (< υδρ[ο]-*) + -stable «σταθερός»].
Dictionary of Greek. 2013.